Άρθρο της Σοφίας Καρακεβά, CMO, DataScouting, στο περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ
Η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ τελείωσε. Η θητεία του δίχασε βαθιά τις ΗΠΑ, καθώς σημαδεύτηκε από αμφιλεγόμενες δηλώσεις, διχαστικές αποφάσεις, μια οικονομική ανάκαμψη η οποία επλήγη από την κρίση του Covid-19 και δύο παραπομπές για δίκη στη Γερουσία.
To 2016 η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως 45ου Προέδρου της Αμερικής σημαδεύτηκε από το σκάνδαλο της Cambridge Analytica. Υπήρξε όμως και μερίδα ανθρώπων που ισχυρίστηκε ότι εκλέχθηκε επειδή είχε την καλύτερη ψηφιακή διαφημιστική καμπάνια προώθησης στο Facebook και χρησιμοποίησε το Twitter με διαφορετικό και πιο αποτελεσματικό τρόπο από οποιονδήποτε άλλον υποψήφιο. Προτίμησε να παρακάμψει τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης και μετέδωσε το μήνυμά του απευθείας στους πολίτες μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης[1].
Το 2020, ο Τραμπ χρησιμοποίησε την τεράστια επιρροή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να δώσει αξιοπιστία σε ψευδής ειδήσεις (fake news) σχετικά με τη νομιμότητα των εκλογών, προτρέποντας τους υποστηρικτές του σε βίαιες ενέργειες. Η 6η Ιανουαρίου θα μείνει για πάντα στη μνήμη της ιστορίας της Αμερικής ως η ημέρα της εισβολής στο «ναό της δημοκρατίας» με πέντε νεκρούς. Εκατοντάδες εξαγριωμένοι οπαδοί του Τραμπ εισέβαλαν στο Καπιτώλιο, κατόπιν δικής του ενθάρρυνσης και υποκίνησης, προκαλώντας υλικές ζημιές και σταματώντας προσωρινά τη διαδικασία επικύρωσης των αποτελεσμάτων των αμερικανικών εκλογών.
Ο Τραμπ αποχώρησε από τον Λευκό Οίκο με τη δημοτικότητά του στο χαμηλότερο επίπεδο ιστορικά, με μόλις το 34% των Αμερικανών να εκφράζει θετική γνώμη για το έργο του, σύμφωνα με έρευνα του ινστιτούτου Gallup[2] η οποία δημοσιεύθηκε στις 18 Ιανουαρίου, δύο μέρες πριν από το τέλος της προεδρικής του θητείας.
Κανείς δεν βρίσκεται υπεράνω των κανόνων, ούτε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ
Η εισβολή στο Καπιτώλιο υποστηρικτών του Τραμπ προκάλεσε παγκόσμιο σοκ. Υπό την πίεση των γεγονότων, οι μεγάλες πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης διέγραψαν ή ανέστειλαν τους προσωπικούς λογαριασμούς του Τραμπ, ανοίγοντας μια ευρεία συζήτηση για την ελευθερία της έκφρασης στο διαδίκτυο και τη δύναμη των ολιγοπωλιακών παικτών της Σίλικον Βάλεϊ. Για πρώτη φορά ενεργός πρόεδρος χώρας αποκλείστηκε από μέσο κοινωνικής δικτύωσης.
H Facebook ανακοίνωσε ότι δεν σκοπεύει να άρει το μπλοκάρισμα των λογαριασμών του Τραμπ και θα αφαιρέσει από όλα τα post το σύνθημα «stop the steal» (σταματήστε την κλοπή), το οποίο ο Τραμπ διέδωσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ισχυριζόμενος ότι το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν νοθευμένο.
Το Twitter έλαβε πιο δραστική απόφαση και έκλεισε το λογαριασμού @realdonaldtrump, λόγω «κινδύνου υποκίνησης περαιτέρω βίας». Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε 88 εκατομμύρια «ακολούθους» στο Τwitter, ενώ είχε στείλει πάνω από 56.000 tweets χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του «Χέμινγουεϊ των 140 χαρακτήρων». Οι αναρτήσεις του έχουν γίνει retweet δισεκατομμύρια φορές. Πηγές του Λευκού Οίκου ανέφεραν ότι ο αποκλεισμός του από τον Twitter «τον έκανε έξαλλο» καθώς ήταν το αγαπημένο του μέσο επικοινωνίας.
Οι λογαριασμοί του Τραμπ διαγράφηκαν ή αναστάλθηκαν προσωρινά και από άλλες πλατφόρμες όπως YouTube, Instagram, Snapchat, και Spotify.
Η διαμάχη καλά κρατεί
Σε αυτό το σημείο να θυμίσουμε, όμως, ότι ο Τραμπ είχε και ο ίδιος απειλήσει να κλείσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έπειτα από διαμάχη που είχε με το Twitter, όταν η συγκεκριμένη πλατφόρμα είχε επισημάνει ως “ παραπλανητικές” δύο αναρτήσεις του σχετικά με την επιστολική ψήφο στις ΗΠΑ και είχε ζητήσει από τους χρήστες να ελέγξουν την εγκυρότητα των ισχυρισμών αυτών των αναρτήσεων. Ο Τραμπ κατηγόρησε το Twitter για απόπειρα λογοκρισίας και επηρεασμού του εκλογικού αποτελέσματος.
Το περασμένο Μάιο ο Αμερικανός πρόεδρος υπέγραψε ένα εκτελεστικό διάταγμα[3] για τον περιορισμό της προστασίας των εταιρειών μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της ευελιξίας που απολαμβάνουν στην εποπτεία του περιεχομένου τους. “Είμαστε εδώ για να υπερασπιστούμε την ελευθερία της έκφρασης απέναντι σε έναν από τους χειρότερους κινδύνους”, είχε δηλώσει ο Τραμπ. Ο Αμερικανός πρόεδρος κατηγόρησε ειδικότερα το Twitter ότι ενέργησε υπό την επιρροή “άποψης” και ότι δεν συμπεριφέρθηκε ως μια “ουδέτερη πλατφόρμα”. “Δεν μπορούμε να το αφήσουμε να συνεχιστεί, είναι πολύ άδικο”, είχε πει τότε ο Τραμπ.
Η Facebook δεν υποστήριξε τη συγκεκριμένη κίνηση του Twitter και ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ πήρε αποστάσεις δηλώνοντας ότι οι πλατφόρμες, κατά την άποψή του, δεν πρέπει να παίζουν τον ρόλο του επιδιαιτητή για την αλήθεια στο διαδίκτυο. Σε ανάρτηση στο δικό του προφίλ στο Facebook έγραψε ότι καταδικάζει «τη διχαστική και εμπρηστική ρητορική» του προέδρου, αλλά δεν προτίθεται να καλύψει αυτά τα μηνύματα, στο όνομα «της ελευθερίας της έκφρασης και του δημόσιου συμφέροντος στην πληροφόρηση».
Προφανώς, είναι μεγάλα τα συμφέροντα…
Με την απόφαση τους να κλείσουν τους λογαριασμούς του προέδρου Τραμπ, το Twitter και ειδικότερα η Facebook, απέδειξαν αυτό που αρνούνταν επί σειράν ετών, ότι είναι δηλαδή εκδότες περιεχομένου, οι οποίοι αποφασίζουν ενεργά για το τι δημοσιεύεται στις πλατφόρμες τους.
Είναι οι νέοι πανίσχυροι Θυροφύλακες του Λόγου (Gatekeepers of Speech) και το εργαλείο του ελέγχου δεν είναι πλέον το «ψαλίδι” του λογοκριτή, αλλά οι αλγόριθμοι, η επιστήμη των υπολογιστών (machine learning), τα μεγάλα δεδομένα (big data) και η τεχνητή νοημοσύνη (artificial intelligence).
Οι φόβοι των επενδυτών ότι επίκεινται νομοθετικοί περιορισμοί στον τρόπο λειτουργίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης οδήγησαν σε πτώση των μετοχών των Twitter και Facebook. Αυτός ίσως να είναι και ένας λόγος που η Facebook ζήτησε από το συμβούλιο εποπτείας (Oversight Board[4]) του περιεχομένου της να επανεξετάσει την απόφαση του κοινωνικού δικτύου να αναστείλει επ’ αόριστον τον λογαριασμό του πρώην προέδρου. Το συμβούλιο εποπτείας αναμένεται να εξετάσει το αίτημα τις επόμενες 90 ημέρες. Επιπλέον η Facebook ζήτησε από το συμβούλιο εποπτείας να διατυπώσει συστάσεις για τις προϋποθέσεις όπου η πλατφόρμα θα μπορεί να αναστείλει λογαριασμούς πολιτικών προσώπων στο μέλλον.
Κάλιο αργά παρά ποτέ
Πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αντέδρασαν τώρα και όχι νωρίτερα. Θα μπορούσαν να το είχαν κάνει τον Μάιο του 2020, όταν ο Τραμπ αποκαλούσε τους διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ “αλήτες” και απειλούσε πως “όταν αρχίσουν οι βανδαλισμοί, θα αρχίσουν και οι πυροβολισμοί”. Ή, ακόμη νωρίτερα, τον Ιούλιο του 2019, όταν καλούσε τέσσερις αμερικανίδες βουλευτές του Κογκρέσου (οι τρεις εκ των οποίων γεννημένες στις ΗΠΑ) “να γυρίσουν πίσω στις κατεστραμμένες χώρες από όπου ήρθαν”. Ή σε τόσες άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες απειλούσε ή στοχοποιούσε πολιτικούς αντιπάλους, δημοσιογράφους και στελέχη ΜΜΕ και γενικά όποιον δεν συμπαθούσε. Και τέλος, γιατί δεν απέκλεισαν και άλλους ηγέτες που αναρτούν ιδιαιτέρως επίμαχο ή επιβλαβές περιεχόμενο?
Πολλές φορές στο παρελθόν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κατηγορηθεί, και ειδικότερα η Facebook, για κατάχρηση του ρόλου τους και για παιχνίδι εξουσίας χωρίς κανόνες δημοκρατίας, αλλά κανόνες αγοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Μιανμάρ όπου το διαδίκτυο έγινε συνώνυμο του Facebook. Το 2012, λιγότερο από το 1% του πληθυσμού είχε πρόσβαση στο διαδίκτυο. Μέσα σε μια πενταετία, από τα 13 εκατομμύρια που υπολογίζεται ότι είχαν πρόσβαση στο διαδίκτυο, τα 11 εκατομμύρια ήταν ενεργοί χρήστες του Facebook. Η εταιρεία συνδέεται επίσης με περιστατικά βίας όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στη Σρι Λάνκα, στη Βραζιλία και στην Ινδία, ενώ έχει κατηγορηθεί ότι είχε μεγεθύνει την παραπληροφόρηση και λογόκρινε δημοσιεύσεις σχετικές με τις βίαιες στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον της εθνικής μειονότητας των Ροχίντζα στη Μιανμάρ.
Το Twitter δικαιολόγησε την ανικανότητα του να ενεργήσει σύμφωνα με τους ίδιους τους κανόνες του με την αιτιολογία ότι ο λογαριασμός αυτός ανήκει στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, ένα θεσμικό όργανο του οποίου ο λόγος έχει διαφορετική βαρύτητα και πρέπει να προστατεύεται με διαφορετικά κριτήρια.
Τα στελέχη της Facebook ακολουθούσαν μέχρι τότε μία ήπια προσέγγιση στον έλεγχο του λόγου πολιτικών με το επιχείρημα ότι οι χρήστες έχουν το δικαίωμα να βλέπουν τις δηλώσεις των ηγετών τους. Η εταιρεία αποφάσισε να υπαναχωρήσει από αυτήν την θέση και άρχισε να εφαρμόζει τη σήμανση των post του Τραμπ όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με αντιδράσεις το περασμένο καλοκαίρι, στις οποίες συμμετείχαν και οι εργαζόμενοι της εταιρείας, οι οποίοι είχαν προβεί σε στάσεις εργασίας απαιτώντας μέτρα ενάντια στον Τραμπ.
Η απόφαση για μπλοκάρισμα των λογαριασμών ελήφθη λοιπόν μετά από τεράστια πολιτική πίεση του κοινωνικού κινήματος στη Αμερική, και ιδίως μετά τα γεγονότα στο Καπιτώλιο.
Προστασία της ελευθερίας λόγου ή λογοκρισία;
Οι επιχειρήσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σύμφωνα με τη νομοθεσία των ΗΠΑ (άρθρο 230 του νόμου περί επικοινωνιών του 1996[5], ή αλλιώς, «οι 26 λέξεις που δημιούργησαν το Ίντερνετ»[6]) είναι ουδέτερες πλατφόρμες, οι οποίες δεν ευθύνονται για όσα δημοσιεύουν οι χρήστες τους. Είναι ιδιωτικές εταιρείες που έχουν θεσπίσει δικούς τους όρους χρήσης[7] που ορίζουν το τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται να κάνουν οι χρήστες που τις χρησιμοποιούν. Για παράδειγμα, στα περισσότερα μέσα κοινωνικής δικτύωσης υπάρχουν όροι που απαγορεύουν την αναπαραγωγή φυλετικών ή άλλων στερεοτύπων στις πλατφόρμες τους. Απαγορεύεται επίσης η απεικόνιση θυμάτων του Ολοκαυτώματος ή συμβόλων όπως η σβάστικα. Μισαλλόδοξος λόγος και εκφράσεις που εμπεριέχουν ρητορική μίσους και απειλές απαγορεύονται. Οι πλατφόρμες δηλώνουν ρητά και με σαφήνεια ότι εάν παραβιάσεις αυτούς τους όρους, θα σου αναστείλουν ή θα σου κλείσουν οριστικά το λογαριασμό σου.
Η επιβολή περιορισμού του λόγου, όμως, πρέπει να είναι νόμιμη. Και εδώ προκύπτει το εύλογο ερώτημα εάν μια ιδιωτική εταιρεία μπορεί να ρυθμίζει τα όρια της ελευθερίας του λόγου σε μια χώρα και κατ’ επέκταση διεθνώς χωρίς νομικό πλαίσιο. Τα όρια της ελευθερίας του λόγου σε κάθε χώρα τα ορίζει το αντίστοιχο νομικό πλαίσιο. Σε παγκόσμιο επίπεδο, σχετικό δίκαιο που να διέπει τη λειτουργία των εταιρειών κοινωνικής δικτύωσης δεν υπάρχει, πέρα από τις γενικές προβλέψεις διεθνών οργανισμών και συμβάσεων[8].
Το 2017 η Γερμανία ψήφισε τον νόμο Netzwerkdurchsetzungsgesetz, ή εν συντομία NetzDG, σύμφωνα με τον οποίο οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες αντιμετωπίζουν πρόστιμα ύψους έως και 50 εκατομμυρίων ευρώ αν δεν διαγράψουν δημοσιεύσεις με “προφανώς παράνομη” ρητορική μίσους, εντός 24 ωρών από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης. Πέρυσι η Γερμανία ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να τροποποιήσει το νόμο αυτό προκειμένου να ανταποκριθεί στην κριτική της κοινωνίας των πολιτών και να αντιμετωπίσει ζητήματα που προέκυψαν τα τελευταία δύο χρόνια[9].
Η προσπάθεια της Γαλλίδας βουλευτή Λετισιά Αβιά (του κόμματος Εμανουέλ Μακρόν) να περάσει ένα νέο νομοσχέδιο (Loi Avia) για την καταπολέμηση της ρητορικής μίσους στο διαδίκτυο[10] τον Μάιο του 2020, στο πρότυπο του γερμανικού NetzDG, δεν ήταν επιτυχής καθώς το Γαλλικό Συνταγματικό Δικαστήριο το απέρριψε λόγω του αμφιλεγόμενου χαρακτήρα του. Τώρα η γαλλική κυβέρνηση εξετάζει την περίπτωση να υποχρεώσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να ακολουθούν διαφανείς διαδικασίες στον έλεγχο των κειμένων που λαμβάνουν και στη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων αυτών των ελέγχων.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι επικριτές των νόμων ανησυχούν ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα λογοκρίνουν νόμιμο περιεχόμενο για να αποφύγουν τυχόν κυρώσεις.
«Ήταν η 11η Σεπτεμβρίου του κυβερνοχώρου»
Τιερί Μπρετόν, επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς της ΕΕ για τα πρωτοφανή γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο
Με τη στρατηγική θέση που έχουν αποκτήσει οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως κανάλια επικοινωνίας σε παγκόσμιο επίπεδο, το προϊόν τους έχει μεταπλασθεί σε δημόσιο αγαθό και έχουν φτάσει να φιλοξενούν στις πλατφόρμες τους ένα υπολογίσιμο μέρος του δημόσιου διαλόγου. Αυτό δημιουργεί κρίσιμα ερωτήματα για το ποιος τις ελέγχει και πώς. Πολλοί κρίνουν ότι η συμπεριφορά του Τραμπ δεν μπορεί να αποτελεί πρόσχημα για τον έλεγχο της δημόσιας συζήτησης από τις GAFA (Google, Apple, Facebook και Amazon).
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν έχει επικρίνει την «τρομακτική αλαζονεία» των κορυφαίων εκπροσώπων των εταιρειών τεχνολογίας και οι αναλυτές προσδοκούν ότι θα λάβει μέτρα για τη μείωση της ισχύος τους.
Σύμφωνα με τον Ευρωπαίο επίτροπο Εσωτερικής Αγοράς Τιερί Μπρετόν, τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 μπορεί να αποδειχθούν τόσο καθοριστικά για τον έλεγχο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης όσο η 11η Σεπτεμβρίου 2001 για τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». «Το γεγονός ότι ένας διευθύνων σύμβουλος μιας εταιρείας μπορεί να βγάλει από την πρίζα το μεγάφωνο του προέδρου των ΗΠΑ προξενεί προβληματισμό», έγραψε ο Μπρετόν στην ιστοσελίδα Politico[11].
Η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ αντιμετώπισε με έντονο σκεπτικισμό τον μόνιμο αποκλεισμό του προέδρου Τραμπ από το Twitter και τον θεώρησε «προβληματικό». Όπως δήλωσε ο εκπρόσωπός της Στέφεν Ζάιμπερτ «το θεμελιώδες δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης είναι στοιχειώδους σημασίας». Πρόσθεσε ότι «παρεμβάσεις μπορούν να γίνουν μόνο σύμφωνα με τους νόμους, όχι όμως έπειτα από απόφαση των διαχειριστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης».
Με τη σειρά τους και οι Γάλλοι πολιτικοί καταδίκασαν τον αποκλεισμό του Τραμπ από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο εκπρόσωπος της γαλλικής κυβέρνησης Γκαμπριέλ Ατάλ εκτίμησε ότι το να φιμώσεις κάποιο πρόσωπο στους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίοι έχουν μετατραπεί σε «ένα είδος δημόσιου χώρου», εγείρει ερωτηματικά «λόγω της απουσίας συγκεκριμένων κριτηρίων, καθορισμένων από τον νόμο». Για «ψηφιακή ολιγαρχία» μίλησε ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ και τόνισε ότι μόνο «ο κυρίαρχος λαός», «τα κράτη» και «η δικαιοσύνη» νομιμοποιούνται να καθορίσουν το ρυθμιστικό πλαίσιο των γιγάντων του διαδικτύου.
Η εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας Μαρία Ζαχάροβα προειδοποίησε για πλήγμα και καταστροφικές συνέπειες για τις δημοκρατικές αξίες που ισχυρίζεται η Αμερική ότι διαθέτει ενώ συνέκρινε την κίνηση των ιδιωτικών αμερικάνων εταιρειών να μπλοκάρει έναν ενεργό πολιτικό με μια «πυρηνική έκρηξη στον κυβερνοχώρο.»
«Το άναρχο τοπίο πρέπει άμεσα να χαλιναγωγηθεί»
Μαριέτζε Σάακε, πρώην ευρωβουλευτής και νυν επικεφαλής διεθνούς πολιτικής του Stanford Cyber Policy Center, σε συνέντευξη της στην Καθημερινή[12]
Οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης πρέπει να είναι πιο διαφανείς σχετικά με τις πολιτικές στις οποίες βασίζουν τις αποφάσεις τους. Δεν μπορεί αυτές να προκύπτουν ως αντίδραση σε πιέσεις ή στην κατακραυγή των εργαζόμενών τους. Οι πολιτικές αυτές πρέπει να συνδέονται με διεθνή ή ευρωπαϊκά πρότυπα σε σχέση με την ελευθερία του λόγου και τα όριά της και πρέπει να υπάρχει ανεξάρτητη εποπτεία που θα πιστοποιεί σε τι βαθμό οι εταιρείες τηρούν τις δεσμεύσεις τους.
Αυτή είναι η προσέγγιση του ευρωπαϊκού ρυθμιστικού σχεδίου ψηφιακών υπηρεσιών, του Digital Services Act (DSA)[13], που παρουσιάστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 15 Δεκεμβρίου 2020. Το DSA στοχεύει στη δημιουργία ενός «εγχειριδίου» για το πώς οι διαδικτυακές πλατφόρμες πρέπει να χειριστούν περιεχόμενο το οποίο έχει επισημανθεί από χρήστες ως παράνομο.
Η Πολωνία επίσης ετοιμάζει νομοσχέδιο που θα απαγορεύει στις εταιρείες τεχνολογίας να λογοκρίνουν λογαριασμούς μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη χώρα. Ο πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι διαβεβαίωσε ότι η Βαρσοβία θα αγωνιστεί για μια ευρωπαϊκή νομοθεσία που θα προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης σε αυτά τα μέσα.
Στην Ελλάδα βρίσκεται σε εξέλιξη η ψήφιση του λεγόμενου “νομοσχεδίου Πέτσα”[14], που ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο την ευρωπαϊκή Οδηγία του 2018 για τις Υπηρεσίες Οπτικοακουστικών Μέσων. Στο άρθρο 8, παράγραφος 1, εδάφιο α, προβλέπονται συνέπειες για όσους εκφράζουν λόγο μίσους προς ομάδες πολιτικών φρονημάτων. [15]
Στην Τουρκία τέθηκε τον Οκτώβριο του 2020 σε ισχύ νέος νόμος που ενισχύει σημαντικά τον έλεγχο των τοπικών αρχών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία, οι πλατφόρμες που έχουν περισσότερους από ένα εκατομμύριο μεμονωμένες συνδέσεις ημερησίως θα πρέπει να ορίσουν έναν μόνιμο αντιπρόσωπο στη χώρα και να συμμορφώνονται με τις αρχές όταν τους ζητούν να αποσύρουν επίμαχο περιεχόμενο εντός 48 ωρών. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωση που δε θα συμμορφώνονται, θα αντιμετωπίζουν βαρύτατα πρόστιμα, δεν θα μπορούν να έχουν έσοδα από διαφημίσεις και η ζώνη εύρους τους θα μπορεί να περιοριστεί έως και κατά 95%, κάτι που θα τα καταστήσει μη χρησιμοποιήσιμα. Ο νέος νόμος έχει προκαλέσει πολλές ανησυχίες σχετικά με την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα. Οι ειδικοί όμως αμφισβητούν ότι η κυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα μπορέσει να εφαρμόσει τα αυστηρά μέτρα του νέου αυτού νόμου.
Νέοι παίκτες , ίδια νοοτροπία
Η κίνηση αυτή ανακάτεψε την τράπουλα στο χώρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με χρήστες να στρέφονται σε νέες πλατφόρμες, διατηρώντας όμως την παλιά τους νοοτροπία.
Οι οπαδοί του Τραμπ θα συνεχίσουν να τον ακολουθούν πιστά και δεσμεύθηκαν να «καταφύγουν» σε «εναλλακτικές πλατφόρμες», όπως Gab, Parler και Dlive. Οι εφαρμογές αυτές είναι μικρής κλίμακας και συγκεντρώνουν εξτρεμιστές, ακροδεξιούς και ιδεολόγους που διαδίδουν θεωρίες συνωμοσίας λόγω της απουσίας ελέγχου σε αυτές. Αν οι συγκεκριμένες πλατφόρμες αντιμετωπίσουν εμπόδια από τις εταιρείες παροχής Ίντερνετ, όπως ήδη έγινε με το Parler, ο Τραμπ θα μπορούσε να δημιουργήσει δική του πλατφόρμα.
Μεγάλος κερδισμένος από την απώλεια χρηστών που μετρούν οι Twitter και Facebook αποδείχτηκε η ρωσική εφαρμογή Telegram. Μάλιστα ο πρόεδρος της Βραζιλίας Ζαΐχ Μπολσονάρο ενθάρρυνε τους οπαδούς του στο Twitter και στο Facebook να τον ακολουθήσουν στο Telegram μετά τον αποκλεισμό του Τραμπ. O ιδρυτής του Telegram, Πάβελ Ντούροφ, προειδοποίησε ότι το «τεχνολογικό μονοπώλιο των Apple και Google» αποτελεί πολύ μεγαλύτερη απειλή λογοκρισίας απ’ ότι οι μεγαλύτερες εταιρείες μέσων κοινωνικών δικτύωσης, καθώς θα μπορούσε «να περιορίσει εντελώς τις εφαρμογές που χρησιμοποιεί ο κόσμος».
Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ, τεύχος 142-2020, σελίδες 36-41
Υποσημείωσεις
[1] Οι υποψήφιοι των αμερικανικών εκλογών 2020 χρησιμοποίησαν το Instagram, καθώς σε σχέση με τα άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θεωρείται το καταλληλότερο μέσο για τις λεγόμενες «θετικές διαφημίσεις». Όμορφες, οικογενειακές φωτογραφίες, ή τα θετικά μηνύματα, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, με σκοπό να φθάσει η καμπάνια σε ένα ευρύτερο κοινό.
[2] Το ινστιτούτο Γκάλοπ μετράει συστηματικά από το 1938 τη δημοτικότητα των ενοίκων του Λευκού Οίκου κατά τη διάρκεια των θητειών τους. https://news.gallup.com/poll/328637/last-trump-job-approval-average-record-low.aspx
[3] Executive Order on Preventing Online Censorship. H σελίδα https://www.whitehouse.gov/presidential-actions/executive-order-preventing-online-censorship/ δεν είναι πλέον διαθέσιμη.
[4] https://oversightboard.com/
[5] https://www.justice.gov/archives/ag/department-justice-s-review-section-230-communications-decency-act-1996
[6] “No provider or user of an interactive computer service shall be treated as the publisher or speaker of any information provided by another information content provider”
[7] Twitter: https://help.twitter.com/en/rules-and-policies/hateful-conduct-policy, Facebook: https://www.facebook.com/communitystandards/hate_speech
[8] Η ελευθερία της έκφρασης προβλέπεται από αρκετά διεθνή, ευρωπαϊκά και εθνικά έγγραφα (για παράδειγμα το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, την Ευρωπαϊκή Ένωση και την απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕ, ή το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα).
[9] https://policyreview.info/articles/news/germany-amending-its-online-speech-act-netzdg-not-only/1464
[10] https://www.politico.eu/article/french-constitutional-court-strikes-down-most-of-hate-speech-law/
[11] https://www.politico.eu/article/thierry-breton-social-media-capitol-hill-riot/
[12] https://www.kathimerini.gr/world/561231889/to-anarcho-topio-prepei-amesa-na-chalinagogithei/
[13] https://ec.europa.eu/digital-single-market/en/digital-services-act-package
[14] http://www.opengov.gr/ggee/?p=6950
[15] Στην Ελλάδα έχουμε επίσης τον αντιρατσιστικό νόμο 4285/2014, όπου για να τιμωρηθεί ο μισαλλόδοξος λόγος πρέπει να συνδέεται με παρακίνηση σε βιαιοπραγία εναντίον των θιγόμενων.